προσπέφτω — προσπέφτω, πρόσπεσα βλ. πίν. 193 Σημειώσεις: προσπέφτω – προσπίπτω : η έννοια διαφοροποιείται. Το προσπέφτω σημαίνει → πέφτω στα γόνατα και εκλιπαρώ, ενώ το προσπίπτω σημαίνει → (για ακτίνα κτλ.) στη φορά μου συναντάω επιφάνεια ή σημείο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσπέφτω — πρόσπεσα, πέφτω στα πόδια κάποιου, τον παρακαλώ, ζητώ συγνώμη: Μήτε πρόσπεσα στον ίσκιο σου και για να σου δεηθώ (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσπίπτω — προσπίπτω, προσέπεσα βλ. πίν. 141 Σημειώσεις: προσπέφτω – προσπίπτω : η έννοια διαφοροποιείται. Το προσπέφτω σημαίνει → πέφτω στα γόνατα και εκλιπαρώ, ενώ το προσπίπτω σημαίνει → (για ακτίνα κτλ.) στη φορά μου συναντάω επιφάνεια ή σημείο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… … Dictionary of Greek
προσπίτνω — Α (ποιητ. τ.) 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι, κυρίως στη σκηνή 3. (για πράγματα) πέφτω επάνω, επιπίπτω* («ἰοὶ προσπίπτοντες ὤλλυσαν», Αισχύλ.) 4. (για ψυχικά πάθη) επέρχομαι, συμβαίνω («τί σοι φρενῶν… … Dictionary of Greek